- συγκατάστασις
- -άσεως, ἡ, Α [συγκαθίσταμαι]1. εχθρική συνάντηση και σύγκρουση («τοὺς μὲν ἐκ τῆς συγκαταστάσεως ἡττηθέντας μὴ πλείους εἶναι πεντακοσίων», Πολ.)2. μάχη με θηρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαταστάσει — συγκαταστά̱σει , συγκαθίστημι join in bringing back aor subj act 3rd sg (epic doric) συγκαταστά̱σει , συγκαθίστημι join in bringing back fut ind mid 2nd sg (doric) συγκαταστά̱σει , συγκαθίστημι join in bringing back fut ind act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταστάσεις — συγκαταστά̱σεις , συγκαθίστημι join in bringing back aor subj act 2nd sg (epic doric) συγκαταστά̱σεις , συγκαθίστημι join in bringing back fut ind act 2nd sg (doric) συγκατάστασις a falling in with so as to fight fem nom/voc pl (attic epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταστάσεως — συγκαταστάσεω̆ς , συγκατάστασις a falling in with so as to fight fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)